Συνιστάται η υπομονετική παρακολούθηση του βίδδεο(*) πριν την ανάγνωση του κειμένου
(*) τα δύο δέλτα αποδίδουν τον φθόγγο d ;όπως τα δύο γάμμα τον φθόγγο g
Η Μεγάλη Τσιγγάνα είχε έρθει στην Αθήνα. Διάσημη στον χώρο της πρακτικής παραψυχολογίας και της εφαρμοσμένης μεταφυσικής είχε καταλύσει στην σουίτα της Μεγάλης Βρεττάνιας, την ίδια που κάποτε χρησιμοποιούσε διάσημος γενειοφόρος τροβαδούρος του καιρού μας.
"Πρέπει να πας να την ιδείς", μου έλεγε η τρυφερή συγκάτοικός μου μέχρι να με πείσει.
"Διαλύει κάθε αμφιβολία και σένα τον ίδιο μπορεί να σε διαλύσει, να σε περάσει μέσα από τον μαγικό καθρέπτη της και να σε ταξιδέψει στον χώρο και στον χρόνο. Μπορείς εκεί να διορθώσεις ό,τι λάθος έχεις κάνει στη ζωή σου και να ξανάρθεις στο παρόν φρέσκος και εξαγνισμένος, το κάνει καλύτερα από την εξομολόγηση, γι αυτό έγινε διάσημη".
Στο μεταίχμιο του φόβου και της περιέργειας, σπρωγμένος από τις ενοχές του πρότερου βίου μου, μπήκα στο φουαγιέ της Μεγάλης Βρεττάνιας και την είδα απέναντί μου καθισμένη στην πολυθρόνα της να μου χαμογελά.
"Βρε, βρε, καλώς τονε" την άκουσα να μου λέει, σαν να με περίμενε από χρόνια.
Φοβήθηκα μη μ' εξαφανίσει κι είπα να τηλεφωνήσω σ' ένα γνωστό μου, να δώσω στίγμα. Μια όμορφη νεαρή καμαριέρα με πήγε στο τηλέφωνο και περίμενε διακριτικά να τελειώσω.
" Κύριε, να πας να δεις την Μεγάλη Τσιγγάνα. Είναι καταπληκτική, να εμένα με ξανάνιωσε, είμαι πενήντα χρονών και δείχνω κοριτσάκι. Το έκανε σε μένα και σίγουρα μπορεί να το κάνει και σε σένα. Ανέβα στη σουίτα της και χτύπα της δυο φορές την πόρτα"
Το ασανσέρ αργούσε κι ανέβηκα γρήγορα με τα πόδια τους ορόφους του ξενοδοχείου φτάνοντας στην σουίτα της. Η πόρτα ήταν ανοικτή μα η Μεγάλη Τσιγγάνα δεν ήταν μέσα. Ενα ευγενικό αεράκι ερχότανε από τα διάπλατα παράθυρα και σκόρπιζε την μυρωδιά του χειρουργείου που επικρατούσε στην σουίτα.
Κατέβηκα τρέχοντας στο φουαγιέ μα η Μεγάλη Τσιγγάνα δεν ήταν πουθενά κι εκείνη η καμαριέρα, όσο κι αν έψαξα δεν την ξαναβρήκα. Οποιον κι αν ρώτησα δεν ήξερε τίποτε κι ο ρεσεψιονίστας μου είπε πως δεν υπήρχε τέτοιο όνομα στα κιτάπια του.
Απογοητευμένος ανέβηκα στον Λυκαβηττό να πιω τον καφέ μου και σε λίγο ήρθε η τρυφερή συγκάτοικός μου. Ποτέ μου δεν κατάλαβα πως με βρήκε.
"Βρε, βρε, καλώς τονε " μου είπε και με κοίταζε σαν να με έβλεπε πρώτη φορά.