Αστακός στιφάδο
Περισσότερο απ' όλα θυμότανε το χρώμα. Πράσινο, βεραμάν προς το χακί ήταν το χρώμα που έπαιρνε ο αστακός όταν έβγαινε σερβιρισμένος στην μεγάλη πιατέλα, γαρνιρισμένος με κρεμμυδάκια, δαφνόφυλλα και μερικές γαρίδες "για πιότερη νοστιμιά" έλεγε η γιαγιά.
Μικρός εντυπωσιαζότανε από τις αλλαγές χρωμάτων και τον παραξένευε αυτός ο χρωματισμός. Είχε συνηθίσει να βλέπει τον αστακό κατακόκκινο μετά το ζεμάτισμα σε καυτό νερό που έδιωχνε τις πορτοκαλί και καφέ αποχρώσεις που είχε όσο ήταν ζωντανός, τις φορές που προοριζότανε για άλλα μαγειρέματα. Το ζεμάτισμα γινότανε γιατί το εσωτερικό του ήτανε σε υγρή κατάσταση και θα μπορούσε ν' αδειάσει αν έσπαγε κάποιο πόδι ή κεραία. Σε ελάχιστο χρόνο το υγρό γινότανε σάρκα λευκή και εύγευστη. Τότε η γιαγια χώριζε το κέλυφος από την ουρά και μ' ένα μαχαίρι καθάριζε το εσωτερικό του αστακού και τον έβαζε στο τσουκάλι όπου σιγοβράζανε ήδη τα υπόλοιπα υλικά του στιφάδου. Υπήρχανε σβόλοι από μαύρο πιπέρι και πιθανότατα κι άλλα μπαχαρικά που δεν τα συγκράτησε η παιδική μνήμη του. Δεν μπορούσε όμως να ξεχάσει την χαρακτηριστική κίνηση της γιαγιάς για να αλατίσει το φαγητό. Υπήρχε ένα ξύλινο κουτί καρφωμένο στον τοίχο μ' ένα οριζόντιο καπάκι που δεν έβγαινε αλλά άνοιγε προς τα πάνω, μέχρι ενενήντα μοίρες γωνία ώσπου να πιάσει τον τοίχο. Το χέρι της γιαγιάς το σήκωνε, χωνόταν μέσα, ψαχούλευε κι έβγαινε κρατώντας μια πρέζα από αλάτι φυσικό, μαζεμένο στα βραχάκια τις μέρες που εκαιγε ο ήλιος.
Μετά τα χρόνια πέρασαν, οι μαγκιώροι ψαράδες γεράσανε και οι καινούργιοι βγάζανε την πραμάτειά τους σε πλειστηριασμό, δεν την πηγαίνανε στα σπίτια των πελατών τους όπως οι παλιακοί. Πολύς ο κόσμος πλέον που έμαθε την ψαρική τροφή, λίγος ο ενιάλιος πλούτος, δεν έβρισκε αστακό ούτε με αίτηση. Μια παρέα 20-30 ατόμων, καλοφαγάδες και καλοστεκούμενοι οικονομικά πιάσανε όλους τους ψαράδες να τους φέρνουνε όσους αστακούς πιάνουνε στο διπλάσιο της τιμής τους. Αυτό ήταν. Το είδος ξεχάστηκε για πολλά χρόνια στο χωριό και μετά αυτή τη δουλειά την συνεχίσανε τα εστιατόρια που ξεφυτρώσανε με την τουριστική άνοδο. Η αστακομακαρονάδα έγινε μόδα στους νεόπλουτους και άπειρους στην γευσιγνωσία- με καραβίδες το αποτέλεσμα είναι πολύ καλύτερο- και από τους αστακούς έμεινε μόνο η ανάμνηση.
Ισως να ήτανε το αλάτι που έδινε τέτοια νοστιμιά στα φαγητά της γιαγιάς ίσως να ήτανε η πρώτη γνωριμία του με τις γεύσεις. Σίγουρα δεν θυμότανε συγκεκριμμένα την γεύση του αστακού στιφάδο αλλά θυμότανε πως ήταν νόστιμο φαγητό και θάθελε να το ξαναφτιάξει, βέβαια με αστακό αγορασμένο από βάρκα, πριν ακουμπήσει επάνω του ο πάγος και του πάρει την μισή γεύση. Και φυσικά θα τον αλάτιζε με λίγο από το αλάτι που υπήρχε ακόμα σ' ένα ξύλινο κουτί καρφωμένο στον τοίχο της κουζίνας, δίπλα στην παροστιά...
Περισσότερο απ' όλα θυμότανε το χρώμα. Πράσινο, βεραμάν προς το χακί ήταν το χρώμα που έπαιρνε ο αστακός όταν έβγαινε σερβιρισμένος στην μεγάλη πιατέλα, γαρνιρισμένος με κρεμμυδάκια, δαφνόφυλλα και μερικές γαρίδες "για πιότερη νοστιμιά" έλεγε η γιαγιά.
Μικρός εντυπωσιαζότανε από τις αλλαγές χρωμάτων και τον παραξένευε αυτός ο χρωματισμός. Είχε συνηθίσει να βλέπει τον αστακό κατακόκκινο μετά το ζεμάτισμα σε καυτό νερό που έδιωχνε τις πορτοκαλί και καφέ αποχρώσεις που είχε όσο ήταν ζωντανός, τις φορές που προοριζότανε για άλλα μαγειρέματα. Το ζεμάτισμα γινότανε γιατί το εσωτερικό του ήτανε σε υγρή κατάσταση και θα μπορούσε ν' αδειάσει αν έσπαγε κάποιο πόδι ή κεραία. Σε ελάχιστο χρόνο το υγρό γινότανε σάρκα λευκή και εύγευστη. Τότε η γιαγια χώριζε το κέλυφος από την ουρά και μ' ένα μαχαίρι καθάριζε το εσωτερικό του αστακού και τον έβαζε στο τσουκάλι όπου σιγοβράζανε ήδη τα υπόλοιπα υλικά του στιφάδου. Υπήρχανε σβόλοι από μαύρο πιπέρι και πιθανότατα κι άλλα μπαχαρικά που δεν τα συγκράτησε η παιδική μνήμη του. Δεν μπορούσε όμως να ξεχάσει την χαρακτηριστική κίνηση της γιαγιάς για να αλατίσει το φαγητό. Υπήρχε ένα ξύλινο κουτί καρφωμένο στον τοίχο μ' ένα οριζόντιο καπάκι που δεν έβγαινε αλλά άνοιγε προς τα πάνω, μέχρι ενενήντα μοίρες γωνία ώσπου να πιάσει τον τοίχο. Το χέρι της γιαγιάς το σήκωνε, χωνόταν μέσα, ψαχούλευε κι έβγαινε κρατώντας μια πρέζα από αλάτι φυσικό, μαζεμένο στα βραχάκια τις μέρες που εκαιγε ο ήλιος.
Μετά τα χρόνια πέρασαν, οι μαγκιώροι ψαράδες γεράσανε και οι καινούργιοι βγάζανε την πραμάτειά τους σε πλειστηριασμό, δεν την πηγαίνανε στα σπίτια των πελατών τους όπως οι παλιακοί. Πολύς ο κόσμος πλέον που έμαθε την ψαρική τροφή, λίγος ο ενιάλιος πλούτος, δεν έβρισκε αστακό ούτε με αίτηση. Μια παρέα 20-30 ατόμων, καλοφαγάδες και καλοστεκούμενοι οικονομικά πιάσανε όλους τους ψαράδες να τους φέρνουνε όσους αστακούς πιάνουνε στο διπλάσιο της τιμής τους. Αυτό ήταν. Το είδος ξεχάστηκε για πολλά χρόνια στο χωριό και μετά αυτή τη δουλειά την συνεχίσανε τα εστιατόρια που ξεφυτρώσανε με την τουριστική άνοδο. Η αστακομακαρονάδα έγινε μόδα στους νεόπλουτους και άπειρους στην γευσιγνωσία- με καραβίδες το αποτέλεσμα είναι πολύ καλύτερο- και από τους αστακούς έμεινε μόνο η ανάμνηση.
Ισως να ήτανε το αλάτι που έδινε τέτοια νοστιμιά στα φαγητά της γιαγιάς ίσως να ήτανε η πρώτη γνωριμία του με τις γεύσεις. Σίγουρα δεν θυμότανε συγκεκριμμένα την γεύση του αστακού στιφάδο αλλά θυμότανε πως ήταν νόστιμο φαγητό και θάθελε να το ξαναφτιάξει, βέβαια με αστακό αγορασμένο από βάρκα, πριν ακουμπήσει επάνω του ο πάγος και του πάρει την μισή γεύση. Και φυσικά θα τον αλάτιζε με λίγο από το αλάτι που υπήρχε ακόμα σ' ένα ξύλινο κουτί καρφωμένο στον τοίχο της κουζίνας, δίπλα στην παροστιά...